Ιστορικά Στοιχεία για την Εκπαίδευση Ενηλίκων

Όταν οι πρώτες εκπαιδεύσεις ενηλίκων άρχισαν να οργανώνονται συστηματικά στις Ηνωμένες Πολιτείες, κατά τη δεκαετία του 1920, δεν είχαν ακόμα ξεκινήσει μελέτες πάνω στη θεωρία της Εκπαίδευσης Ενηλίκων και οι εκπαιδευτές πειραματίζονταν στον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να εκπαιδεύσουν τους ενήλικες, βλέποντας πως οι παιδαγωγικές γνώσεις που είχαν, δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν (Knowles 1980). 

Το 1916 εκδόθηκε στη Νέα Υόρκη, το βιβλίο “Education and Democracy”, του αμερικανού φιλόσοφου και ψυχολόγου John Dewey. Στο βιβλίο αυτό, ο Dewey, αν και δεν ασχολείται με την εκπαίδευση των ενηλίκων αλλά των παιδιών,  αιτιολογεί την παροχή εκπαίδευσης στους ενήλικες και θέτει τις βάσεις της δια βίου εκπαίδευσης, υποστηρίζοντας πως:

“Αφού ζωή σημαίνει ανάπτυξη, ένα ζωντανό ον ζει τόσο αληθινά και θετικά σε μία φάση όσο και σε μία άλλη, με την ίδια εσωτερική πληρότητα και τις ίδιες απόλυτες απαιτήσεις. Συνεπώς, εκπαίδευση σημαίνει το εγχείρημα της παροχής των συνθηκών που διασφαλίζουν την ανάπτυξη ή την επάρκεια της ζωής, ανεξάρτητα από την ηλικία”

(Dewey, 1916, στο Jarvis 2004)

Οι απόψεις του Dewey έγιναν κεντρικό σημείο αναφοράς για πλατιά στρώματα εκπαιδευτικών τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα και επηρέασαν βαθιά μερικούς από τους θεμελιωτές της εκπαίδευσης ενηλίκων, όπως τον Lindeman, τον Houle, τον Knowles και τον Carl Rogers (Κόκκος 2005).

Το 1926, ο Eduard Lindeman (1885 – 1953), φίλος και συνεργάτης του Dewey, δημοσίευσε το πρώτο βιβλίο που εξηγεί τα μοναδικά χαρακτηριστικά των ενηλίκων σαν εκπαιδευομένων με τίτλο «The Meaning of Adult Education», ανοίγοντας έτσι τη βιβλιογραφία για τη θεωρία της εκπαίδευσης ενηλίκων. Ο Lindeman ξεχωρίζει την Εκπαίδευση Ενηλίκων από την επαγγελματική εκπαίδευση η οποία έχει σχεδιαστεί για να εξοπλίζει τους ενήλικες με τα κατάλληλα μέσα ώστε να πετυχαίνουν τους προσωπικούς τους επαγγελματικούς στόχους. Η Εκπαίδευση Ενηλίκων προχωρά πέρα από αυτούς τους περιορισμένους στόχους και βοηθά τους ενήλικες να αποκτήσουν τη γνώση που θα τους δώσει πραγματική ελευθερία, θα τους βοηθήσει να αποκτήσουν νέες πολιτισμικές αξίες, να καταλάβουν τι γίνεται γύρω τους και τη σχέση τους με το σύνολο (Lindeman, 1926).

To 1949, o Malcolm Knowles τελείωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου και το 1950 δημοσίευσε το βιβλίο με τίτλο: “Informal Adult Education”, στη Νέα Υόρκη. Ο Malcolm Knowles ήταν ίσως η κεντρική φιγούρα στην εκπαίδευση ενηλίκων των Ηνωμένων Πολιτειών στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα (Smith 2002). Οι εργασίες του ήταν ένας σημαντικός παράγοντας στον επαναπροσανατολισμό των εκπαιδευτών ενηλίκων, από το να “εκπαιδεύουν ανθρώπους”, στο να τους “βοηθάνε να μάθουν” (Knowles 1950). 

Σto “Informal Adult Education”, ο Knowles διακηρύσσει πως, στόχος της εκπαίδευσης ενηλίκων πρέπει να είναι: α) Οι ενήλικοι να αποκτήσουν μια ώριμη κατανόηση του εαυτού τους β) Να αναπτύξουν μια συμπεριφορά αποδοχής,  αγάπης, και σεβασμού προς τους  άλλους γ) Να αναπτύξουν μια δυναμική στάση απέναντι στη ζωή δ) Να μάθουν να αντιδρούν στις αιτίες, όχι τα συμπτώματα της συμπεριφοράς ε) Να αποκτήσουν τις απαραίτητες δεξιότητες για να αξιοποιήσουν πλήρως τις ικανότητές τους στ) Να καταλάβουν και να σεβαστούν τις μεγάλες αξίες στο κεφάλαιο της ανθρώπινης εμπειρίας ζ) Να καταλάβουν τον τρόπο που λειτουργεί η  κοινωνία τους και πρέπει να είναι ικανοί στο να  κατευθύνουν τις κοινωνικές αλλαγές. (Knowles, 1950 στο Smith, 2002)

Το 1961, εκδίδεται το βιβλίο του ο Cyril Houle (σύμβουλου καθηγητή του Malcolm Knowles στο μεταπτυχιακό του) με τίτλο “The Inquiring Mind”, στο Madison. Προέρχεται από μια σειρά διαλέξεων που δόθηκαν από τον διακεκριμένο μελετητή και δάσκαλο στον τομέα της εκπαίδευσης ενηλίκων στο πανεπιστήμιο του Wisconsin το 1960. Το θέμα των διαλέξεων ήταν η συνεχιζόμενη εκπαίδευση των ενηλίκων. Ποιος συνεχίζει να μαθαίνει και γιατί. Ο Houle, διατύπωσε μία πρώιμη και χρήσιμη τυπολογία όπου κατέταξε τα κίνητρα εκπαίδευσης των ενηλίκων ως: α) εκπαιδευόμενοι προσανατολισμένοι στο στόχο, β) εκπαιδευόμενοι προσανατολισμένοι στη δραστηριότητα και γ) εκπαιδευόμενοι των οποίων ο κύριος προσανατολισμός είναι η μάθηση ως αυτοσκοπός (Jarvis 2004).

Το 1966 εκδίδεται στη Νέα Υόρκη το βιβλίο του Jerome Bruner με τίτλο “Towards a Theory of Instruction”. Η θεωρία μάθησης του Bruner ανήκει στις γνωστικές θεωρίες (ανακαλυπτική μάθηση), οι οποίες έχουν συμβάλει σημαντικά στην κατανόηση της διεργασίας της μάθησης δεδομένου ότι, υπογραμμίζουν τη σημασία που έχει η αξιοποίηση των ήδη υπαρχουσών γνώσεων και εμπειριών, η ενεργητική συμμετοχή των εκπαιδευομένων στην πορεία της μάθησης, η μάθηση μέσα από την ανάλυση συγκεκριμένων προβλημάτων (Κόκκος, 2005).

Το 1969, ο ανθρωπιστής ψυχολόγος Carl Rogers ανέπτυξε τη δική του ψυχολογική προσέγγιση στη μάθηση με το βιβλίο του “Freedom to Learn”, όπου δίνει έμφαση στην αυτοπραγμάτωση του εκπαιδευόμενου και υποστηρίζει ότι «στόχος της εκπαίδευσης είναι ο πλήρως λειτουργικός άνθρωπος». Έμφαση έδωσε επίσης στη βιωματική μάθηση και ισχυρίστηκε ότι η βιωματική μάθηση εμπεριέχει τις παρακάτω αρχές: α) Οι άνθρωποι έχουν μια φυσική δυνατότητα για μάθηση. β) Σημαντική μάθηση υπάρχει όταν ο εκπαιδευόμενος αντιλαμβάνεται τη σχέση του με το προς μάθηση αντικείμενο. γ) Η μάθηση περιλαμβάνει μια αλλαγή στην αυτοοργάνωση και στην αυτοαντίληψη. δ) Η μάθηση που απειλεί την αυτοαντίληψη προσλαμβάνεται και αφομοιώνεται ευκολότερα όταν οι εξωτερικές απειλές είναι ελάχιστες. ε) Η μάθηση συντελείται όταν ο εαυτός δεν απειλείται. στ) Μεγάλο μέρος της σημαντικής μάθησης αποκτάται μέσα από την πράξη. ζ) Η μάθηση διευκολύνεται όταν ο εκπαιδευόμενος συμμετέχει υπεύθυνα στη μαθησιακή διεργασία. η) Η αυτοεκκινούμενη μάθηση εμπλέκει τον άνθρωπο ως συνολική προσωπικότητα. θ) Η ανεξαρτησία, η δημιουργικότητα και η αυτοπεποίθηση διευκολύνονται όταν η αυτοκριτική και η αυτοαξιολόγηση είναι θεμελιώδεις. ι) Μεγάλο μέρος της κοινωνικά χρήσιμης μάθησης καταλαμβάνει η μάθηση της ίδιας της διεργασίας της μάθησης και το διαρκές άνοιγμα σε εμπειρίες, έτσι ώστε η διεργασία της αλλαγής να ενσωματώνεται στον εαυτό (Rogers 1969 στο Jarvis 2004).